engine | |
econ. | κινητήρας |
environ. | κινητήρας |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
κινητήρας | |||
μηχανή | |||
| |||
κινητήρας | |||
English thesaurus | |||
| |||
ENG /eng | |||
eng |
Engine : 1018 phrases in 29 subjects |