emergency | |
gen. | κατάσταση έκτακτης ανάγκης |
commun. | έκτακτος ανάγκη' κίνδυνος |
comp., MS | έκτακτη ανάγκη |
recovery | |
chem. | ανάκτηση |
econ. market. | ιδιάζουσα κατάσταση |
environ. | αξιοποίηση |
IT tech. | αποκατάσταση βλάβης; διαδικασία αποκαταστάσεως |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
Reconstruction Programme | |
econ. | πρόγραμμα ανασυγκρότησης; πρόγραμμα ανοικοδόμησης |
| |||
έκτακτος ανάγκη' κίνδυνος | |||
επείγουσα περίπτωσις | |||
| |||
κατάσταση έκτακτης ανάγκης | |||
έκτακτη ανάγκη (A telephone number that connects to a country or region's emergency system (for example, police and fire department)) | |||
English thesaurus | |||
| |||
emer; emerg; emg; emgcy |
Emergency : 615 phrases in 44 subjects |