electron | |
med. | ηλεκτρόνιο |
diffraction pattern | |
earth.sc. | διάγραμμα περίθλασης; σχηματική παραστάση; διαθλαστικές γραμμές; διαθλαστικές μορφές |
med. | εικόνα περίθλασης; περιθλασίγραμμα |
| |||
ηλεκτρόνιο | |||
Ηλεκτρόνιο; ηλεκτρόδιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
el. | |||
| |||
electronics | |||
equip electronic equipment |
Electron : 366 phrases in 17 subjects |