economic | |
gen. | οικονομική; οικονομικό; οικονομικός |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
development | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
Review Committee | |
econ. | περιφερειακή υποεπιτροπή παρακολούθησης |
| |||
οικονομική; οικονομικό; οικονομικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
eco; econ | |||
| |||
E |
Economic : 1050 phrases in 43 subjects |