net | |
el. | πολλαπλό σύστημα; συστοιχία |
industr. construct. | δίχτυ; δικτυωτό; φιλές |
market. | καθαρό |
netting | |
econ. | καθάρισμα |
fish.farm. | δικτύωμα; δικτύωμα; φύλλο διχτυού; φύλλο |
law market. | συμψηφισμός |
communication network | |
commun. | Δύκτιο επικοινωνίας,δίκτυο δεδομένων; δίκτυο επικοινωνίας |
ECSA : 1 phrase in 1 subject |
Education | 1 |