dynamic stability | |
astronaut. transp. | Δυναμική ευστάθεια |
earth.sc. life.sc. | υδροδυναμική ευστάθεια |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
Δυναμική ευστάθεια | |||
υδροδυναμική ευστάθεια | |||
Δυναμική στάθεροποίηση; δυναμική ευστάθεια; δυναμική σταθερότης |
Dynamic Stability : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |