dumping | |
coal. | απόρριψη; εκφόρτωση |
econ. | ντάμπινγκ |
el. | ταυτόχρονη μεταφορά |
environ. | απόρριψη; απόθεση; εκκένωση; εκφόρτωση; καταβύθιση; πόντιση |
-protocol | |
commun. | πρωτόκολλο |
IT | πρωτόκολλο; πρωτόκολλο Ν; πρωτόκολλο |
Protocol | |
econ. | πρωτόκολλο |
protocol | |
environ. | πρωτόκολλο |
IT | πρωτόκολλο Ν |
| |||
απόρριψη; εκφόρτωση | |||
πρακτικές ντάμπινγκ | |||
ντάμπινγκ | |||
ταυτόχρονη μεταφορά | |||
πόντιση; απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση | |||
απόρριψη ; ηθελημένη ρίψη καταλοίπων στη θάλασσα | |||
απόρριψη καυσίμου σε πτήση | |||
| |||
απόρριψη; απόθεση; εκκένωση; εκφόρτωση; καταβύθιση | |||
| |||
δεοξυουριδυλικό οξύ; μονοφωσφορική δεοξυουριδίνη | |||
| |||
απορρίπτω |
Dumping : 130 phrases in 17 subjects |