distribute abbr. | |
comp., MS | διανέμω |
market. commun. | διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους |
med. | διανέμω; κατανέμω; μοιράζω |
computer system abbr. | |
comp., MS | σύστημα υπολογιστή |
econ. | σύστημα πληροφορικής |
environ. | σύστημα επεξεργασίας δεδομένων/υπολογιστικό σύστημα |
IT account. | ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών |
IT life.sc. | οικογένεια υπολογιστών |
IT tech. | σύστημα επεξεργασίας δεδομένων |
| |||
διανέμω; κατανέμω; μοιράζω | |||
| |||
διανέμω (To allocate among locations or facilities, as in a data-processing function that is performed by a collection of computers and other devices linked together by a network) | |||
διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους | |||
| |||
κατανεμημένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
dist. | |||
dis |
Distributed : 177 phrases in 28 subjects |