distribute | |
comp., MS | διανέμω |
market. commun. | διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους |
med. | διανέμω; κατανέμω; μοιράζω |
radio | |
commun. | ράδιο-; ραδιοκυματικός; ραδιο-' ραδιοκυματικός' ραδιοκυματικά μέσα |
comp., MS | ασύρματος δέκτης |
environ. | ραδιόφωνο; ασύρματος; ραδιοηλεκτρολογία |
open | |
agric. | ανοίγω την κοιλιά |
comp., MS | ανοιχτός |
earth.sc. el. | διακοπή; να ανοίξει; να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος |
el. | το αποζεύγνειν; το αποσυνδέειν |
mech.eng. el. | μηχανή ανοικτού τύπου |
med. | ανοικτός |
Publish | |
comp., MS | Δημοσίευση |
publish | |
gen. | δημοσιεύω; δημοσιοποιώ |
comp., MS | δημοσίευση |
transp. nautic. | δίνω στη δημοσιότητα |
publishing | |
commun. | έκδοση |
comp., MS | δημοσίευση |
| |||
διανέμω; κατανέμω; μοιράζω | |||
| |||
διανέμω (To allocate among locations or facilities, as in a data-processing function that is performed by a collection of computers and other devices linked together by a network) | |||
διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους | |||
| |||
κατανεμημένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
dist. | |||
dis |
Distributed : 176 phrases in 28 subjects |