distributed office application abbr. | |
commun. | κατανεμημένη εφαρμογή; εφαρμογή κατανεμημένου γραφείου' κατανεμημένη εφαρμογή |
model abbr. | |
gen. | πρότυπο,υπόδειγμα |
astronaut. transp. | tύπος |
cultur. | μακέττα; πρόπλασμα |
IT | μοντέλο δεδομένων; μοντέλο περιεχομένου |
med. | μοντέλο |
met. mech.eng. | καλούπι; πρότυπο |
| |||
κατανεμημένη εφαρμογή; εφαρμογή κατανεμημένου γραφείου' κατανεμημένη εφαρμογή | |||
εφαρμογή κατανεμημένου γραφείου |
Distributed Office Applications : 3 phrases in 1 subject |
Communications | 3 |