distribute abbr. | |
comp., MS | διανέμω |
market. commun. | διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους |
med. | διανέμω; κατανέμω; μοιράζω |
Link abbr. | |
fin. | Πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης |
link abbr. | |
agric. | δακτύλιος; συνδετικό στοιχείο; χαλκάς |
commun. | υπερκειμενική ζεύξη |
comp., MS | συνδέω |
mech.eng. | ράβδος; σύνδεσμος ερπύστριας |
med. | δεσμός |
transp. mech.eng. | να ενωθεί |
tracking abbr. | |
commun. | παρακολούθηση συχνότητας |
commun. transp. | χάραξη ίχνους τροχιάς; χάραξη ανοιχτής τροχιάς; χάραξη πορείας |
IT | ιχνηλάτηση; διαγραφή τροχιάς |
mater.sc. construct. | αυλάκι; αυλάκωση |
| |||
διανέμω; κατανέμω; μοιράζω | |||
| |||
διανέμω (To allocate among locations or facilities, as in a data-processing function that is performed by a collection of computers and other devices linked together by a network) | |||
διαδίδω διαφημιστικό φυλλάδιο,προσπέκτους | |||
| |||
κατανεμημένο | |||
English thesaurus | |||
| |||
dist. | |||
dis |
Distributed : 177 phrases in 28 subjects |