distributed application abbr. | |
commun. | εφαρμογή κατανεμημένου γραφείου; κατανεμημένη εφαρμογή; εφαρμογή κατανεμημένου γραφείου' κατανεμημένη εφαρμογή |
support abbr. | |
gen. | στατό |
coal. | υποστήριξη |
comp., MS | υποστήριξη |
construct. | βάθρο; στήριξη; εφέδρανο |
el. | υποστήριξη του νήματος |
math. | πεδίο ορισμού |
mech.eng. | καβαλέτο |
med. | υπόθεμα |
Distributed Application : 10 phrases in 2 subjects |
Communications | 9 |
Information technology | 1 |