direct drive | |
earth.sc. mech.eng. | απ'ευθείας μετάδοση κίνησης |
tech. industr. construct. | άμεση οδήγηση; κίνηση; θετική κίνηση μπομπίνας |
transp. el. | άμεση μετάδοση κίνησης; απευθείας μετάδοση κίνησης |
memory | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
Direct Drive : 14 phrases in 5 subjects |
Electronics | 1 |
Information technology | 2 |
Mechanic engineering | 6 |
Technology | 1 |
Transport | 4 |