differential abbr. | |
gen. | Διαφορικός |
industr. construct. | διαφορική φάση κοπ ής στάγματος |
insur. | διαφορά |
market. fin. | διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος |
mech.eng. | ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς |
mode abbr. | |
commun. | μέθοδος; μέθοδος λειτουργίας |
comp., MS | λειτουργία; λειτουργία |
el. | ρυθμός διάδοσης; ρυθμός |
math. | κορυφή |
stat. | επικρατούσα τιμή; τύπος |
stat. transp. | είδος συγκοινωνίας |
| |||
Διαφορικός m | |||
διαφορική φάση κοπ ής στάγματος | |||
διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος | |||
ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς | |||
διαφορικό m | |||
| |||
διαφορά μεταξύ των δεκαετών και δωδεκαετών χρηματοδοτικών επιλογών | |||
English thesaurus | |||
| |||
diff |
Differential : 368 phrases in 34 subjects |