diagnostic function | |
IT | διαγνωστική λειτουργία |
test | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
διαγνωστική λειτουργία | |||
Διαγνωστικός; διαγνωστική f |
Diagnostic function : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |