design automation | |
IT el. | αυτοματοποίηση σχεδιασμού |
tool | |
comp., MS | εργαλείο |
mech.eng. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
nat.sc. earth.sc. mech.eng. | εργαλείο |
tools | |
industr. construct. met. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
αυτοματοποίηση σχεδιασμού | |||
αυτοματοποιημένη σχεδιομελέτη | |||
English thesaurus | |||
| |||
DA |
Design Automation : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |