design | |
construct. | σχεδίαση |
earth.sc. el. | υπολογισμός; υπολογισμός σχεδίασης |
el. construct. | έργο; μελέτη; μελέτη οδού; πρόγραμμα; σχέδιο; σχεδιασμός |
environ. | σχέδιο |
administration | |
gen. | διοίκηση |
commun. | διοικητηριο |
ed. | διαχείριση |
environ. | διοίκηση; χορήγηση |
fin. | διοικητική λειτουργία |
IT | διοικητική αρχή |
law | διαχείριση της περιουσίας θανόντος |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
legal division | |
stat. social.sc. | υποδιαίρεση κατά το νόμο; διοικητική περιοχή; διοικητική περιφέρεια; διοικητική υποδιαίρεση; πολιτική υποδιαίρεση |
| |||
σχεδίαση f | |||
υπολογισμός m; υπολογισμός σχεδίασης | |||
βιομηχανικός σχεδιασμός | |||
έργο n; μελέτη f; μελέτη οδού; πρόγραμμα n; σχέδιο n; σχεδιασμός m | |||
σχέδιo | |||
παράσταση f | |||
σχεδιασμός προϊόντος | |||
σχέδιο ή υπόδειγμα; κατασκευή f | |||
| |||
γραφικό σχέδιο | |||
| |||
σχεδιάζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
The design of the measuring equipment, e.g. compact instrument, 19" plug-in card etc | |||
des; dsgn | |||
| |||
designate | |||
Designator (U.S. Navy) |
Design : 698 phrases in 44 subjects |