deflection | |
astronaut. transp. | Εκτροπή με φορτίο; Παρέκκλιση |
construct. | βέλος κάμψεως |
earth.sc. | απόκλισις; εκτροπή |
industr. construct. chem. | εκτροπή,παρέκκλισις,απόκλισις,κάμψις |
mater.sc. construct. | καμπτική παραμόρφωση |
mech.eng. | διαδρομή |
factor | |
fin. | χρηματοδότης |
med. | παράγοντας; συντελεστής |
transp. avia. | παράγων |
factoring | |
commer. fin. account. | "φάκτορινγκ" |
factors | |
commer. polit. | αξιολογικά στοιχεία |
fish.farm. | παράγοντες |
κ-factor | |
med. | παράγοντας κάππα; παράγοντας κ |
| |||
Εκτροπή με φορτίο; Παρέκκλιση f | |||
βέλος κάμψεως | |||
απόκλισις f; εκτροπή f | |||
εκτροπή,παρέκκλισις,απόκλισις,κάμψις f | |||
καμπτική παραμόρφωση | |||
διαδρομή f | |||
απόκλιση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
df; dfl | |||
def; defl | |||
defltn |
Deflection : 130 phrases in 21 subjects |