critical | |
gen. | κρίσιμη; κρίσιμο; κρίσιμος |
control point | |
el. | Σημείο ελέγχου |
IT astronaut. tech. | σημείο στηρίξεως; σημεία ελέγχου του καννάβου |
mech.eng. | σημείο ελέγχου |
transp. | σταθμαρχείο ελέγχου κατευθύνσεως συγκοινωνίας |
| |||
κρίσιμη; κρίσιμο; κρίσιμος | |||
English thesaurus | |||
| |||
crit. | |||
cr |
Critical : 319 phrases in 31 subjects |