conversation | |
gen. | συζήτηση |
commun. | συνδιάλεξη; συνομιλία; συνδιάλεξη, συνομιλία |
verb | |
gen. | ρήμα |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
συζήτηση f | |||
συνδιάλεξη f; συνομιλία f | |||
συνομιλία f (A discussion with a customer or colleague); Συνομιλία f (A real-time communication session between two or more users. A session can involve IM, video, or audio) | |||
| |||
συνδιάλεξη, συνομιλία στις τηλεπικοινωνίες |
Conversation : 29 phrases in 3 subjects |
Communications | 4 |
Industry | 1 |
Microsoft | 24 |