convergence | |
fin. commun. life.sc. | συστολή |
life.sc. agric. | σύγκλισις μεσημβρινών |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
competitiveness | |
econ. | ανταγωνιστικότητα; ανταγωνιστική ικανότητα |
instrument | |
gen. | αυτόνομη πράξη |
comp., MS | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
law | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
med. | όργανο; εργαλείο |
transp. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
| |||
συστολή f | |||
σύγκλισις μεσημβρινών | |||
σύγκλιση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
conv | |||
convergency |
Convergence : 97 phrases in 21 subjects |