Convention | |
polit. | Συνέλευση |
convention | |
gen. | συνέδριο; Σύμβαση |
econ. IT lab.law. | συνθήκη; σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; σύμβαση/συνέδριο |
concern | |
gen. | όμιλος επιχειρήσεων; ανησυχία; επιλαμβάνομαι; αφορώ |
law econ. | όμιλος |
part-time work | |
fin. lab.law. | εργασία κατά μερική απασχόληση; μερική ανεργία; μερική απασχόληση |
law lab.law. | εργασία μερικής απασχόλησης |
| |||
συνέδριο n; Σύμβαση f | |||
συνθήκη f; σύμβαση f | |||
σύμβαση/συνέδριο f | |||
| |||
σύμβαση f; συνέδριο n | |||
| |||
Συνέλευση f | |||
| |||
Συνθήκες,συμβάσεις m | |||
English thesaurus | |||
| |||
A literary rule, practice or custom, which has been established through frequent and common usage in texts. |
Convention : 1828 phrases in 56 subjects |