continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
Continuous : 655 phrases in 45 subjects |