conformance testing | |
commun. industr. | δοκιμή συμμόρφωσης; λύση ανοικτής μέτρησης |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
gen. | κλάδος; συντηρώ; τελετή |
commun. | τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία' υπηρεσία |
comp., MS | υπηρεσία |
earth.sc. mech.eng. | συντήρηση |
econ. | υπηρεσία |
econ. commer. construct. | υπηρεσίες |
law | επιδόσεις |
| |||
δοκιμή συμμόρφωσης; λύση ανοικτής μέτρησης | |||
δοκιμές συμμόρφωσης |
Conformance Testing : 6 phrases in 3 subjects |
Communications | 3 |
Natural sciences | 1 |
Technology | 2 |