configuration control | |
gen. | έλεγχος αντιδραστήρα με αναδιαμόρφωση της συγκροτήσεώς του |
Document | |
gen. | Τεκμηριώνω |
Documents | |
comp., MS | Έγγραφα |
document | |
commun. | ντοκουμέντο' τεκμήριο' έγγραφο |
comp., MS | έγγραφο |
econ. | τεκμήριο |
environ. | τίτλος; τίτλος |
IT dat.proc. | έγγραφο; δομημένη περίπτωση εγγράφου |
law | δικόγραφο |
| |||
έλεγχος αντιδραστήρα με αναδιαμόρφωση της συγκροτήσεώς του | |||
έλεγχος διάρθρωσης |
Configuration Control : 2 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Information technology | 1 |