conditional access | |
commun. | πρόσβαση υπό όρους; υπό όρους πρόσβαση |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
πρόσβαση υπό όρους; υπό όρους πρόσβαση | |||
English thesaurus | |||
| |||
CA (ssn) | |||
CA |
Conditional Access : 13 phrases in 2 subjects |
Communications | 12 |
Economics | 1 |