of | |
gen. | από |
future | |
gen. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον |
fin. | προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης |
futures | |
account. | προθεσμιακές πράξεις |
environ. | συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
activities | |
account. | θέσεις απασχόλησης |
activity | |
gen. | ενεργότητα |
comp., MS | δραστηριότητα |
el. | ραδιενέργεια |
med. | δραστηριότητα; δραστικότητα; ενεργότητα |
in | |
gen. | μέσα; σε |
drug abuse | |
environ. | κατάχρηση φαρμάκων |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
Διεπιστημονικό Γενικό Σχέδιο για τις μελλοντικές ενέργειες καταπολέμησης της κατάχρησης ναρκωτικών' Διεπιστημονικό Γενικό Σχέδιο |
Comprehensive Multidisciplinary Outline : 2 phrases in 1 subject |
United Nations | 2 |