comprehensive | |
gen. | περιεκτική; περιεκτικό; περιεκτικός |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
plan | |
gen. | σχεδιάζω |
commun. | σχέδιο εργασίας; διάταξις έργου |
econ. | χάρτης |
environ. | σχέδιο; σχεδιάγραμμα; σχέδιο/σχεδιάγραμμα |
forestr. | πλάνο |
IT dat.proc. | σχέδιο |
life.sc. transp. | πορτολάνος |
| |||
περιεκτική; περιεκτικό; περιεκτικός | |||
πλήρης | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp |
Comprehensive : 84 phrases in 24 subjects |