comprehensive abbr. | |
gen. | περιεκτική; περιεκτικό; περιεκτικός |
approach abbr. | |
gen. | προσεγγίζω |
construct. | ράμπα προσπελάσεως; γέφυρα προσαγωγής; κεκλιμένα επίπεδα προσπελάσεως στη γέφυρα |
earth.sc. mech.eng. | διαφορά οριακών τιμών ψύξης; προσέγγιση |
environ. | προσέγγιση |
mech.eng. | διαδρομή προσέγγισης; πλησιάζω |
transp. avia. | επίδειξη σε πτήση |
to abbr. | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
| |||
περιεκτική; περιεκτικό; περιεκτικός | |||
πλήρης | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp |
Comprehensive : 87 phrases in 24 subjects |