complementary abbr. | |
gen. | συμπληρωματική; συμπληρωματικό |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
συμπληρωματική; συμπληρωματικό | |||
συμπληρωματικός |
Complementary : 94 phrases in 28 subjects |