competition | |
gen. | διαγωνισμός; αγώνας |
comp., MS | ανταγωνισμός |
econ. | διαγωνισμοί; ανταγωνισμός/συναγωνισμός |
environ. | ανταγωνισμός/αγώνας για επιβίωση; αγώνας για επιβίωση |
med. | ανταγωνισμός; συναγωνισμός; ανταγωνισμός αντιγόνων |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
selection | |
law econ. | επιλογή προσωπικού |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
med. | μονάδα; οντότητα |
met. | προς κατεργασία κομμάτι |
stat. tech. | στοιχείο |
transp. | συσκευή |
| |||
διαγωνισμός m; αγώνας m | |||
ανταγωνισμός m (Businesses that sell similar products or services and compete for the same customer segment) | |||
ανταγωνισμός/συναγωνισμός m | |||
ανταγωνισμός m; συναγωνισμός m; ανταγωνισμός αντιγόνων | |||
| |||
βιολογικός ανταγωνισμός/αγώνας για επιβίωση | |||
| |||
αγώνας για επιβίωση | |||
| |||
διαγωνισμοί m (ΕE) | |||
| |||
διαγωνισμοί m | |||
English thesaurus | |||
| |||
from (AD Alexander Demidov) | |||
| |||
Competition (Racing) | |||
Competition (Racing) |
Competitions : 230 phrases in 26 subjects |