Community | |
comp., MS | Κοινότητα |
community | |
comp., MS | κοινότητα |
environ. | Κοινότητα |
health. | κοινότης |
life.sc. environ. nat.res. | οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών |
type approval | |
commun. IT | έγκριση τύπου |
transp. | έγκριση |
type-approval | |
law | ·έγκριση τύπου |
law transp. | έγκριση τύπου οχήματος |
procedure | |
gen. | λειτουργία |
comp., MS | διαδικασία |
IT tech. | διαδικασία |
mater.sc. el. | μέθοδος |
med. | χειρισμός έκτρωσης |
patents. | δικονομικές διατάξεις |
| |||
κοινότητα f (The collective of people who interact through or use online resources) | |||
Κοινότητα f | |||
κοινότης m | |||
οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα f; βιοκοινωνία f; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών | |||
κοινότητα f | |||
| |||
Κοινότητα f (A site template that is designed to create an online community where people come together to share ideas or get answers to their questions) | |||
English thesaurus | |||
| |||
European Community (raf) | |||
| |||
com |
Community : 2331 phrases in 69 subjects |