Community | |
comp., MS | Κοινότητα |
community | |
comp., MS | κοινότητα |
environ. | Κοινότητα |
health. | κοινότης |
life.sc. environ. nat.res. | οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών |
on line | |
IT R&D. | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
on-line | |
gen. | απ'ευθείας; άμεσης επικοινωνίας |
el. | απ'ευθείας συνδέσεως; συνδεδεμένος απ'ευθείας |
IT | επιγραμμικός; σε απευθείας σύνδεση |
IT R&D. | επί γραμμής ; επιγραμμικός; "άμεσης επικοινωνίας" |
intelligence | |
gen. | πληροφορίες |
commun. | είδηση' γνώση' πληροφορία |
construct. | Πληρoφoριώv; πληρoφoρίες ασφάλειας |
network | |
chem. | πλέγμα |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
el. | δίκτυο; ηλεκτρικό δίκτυο |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
κοινότητα f (The collective of people who interact through or use online resources) | |||
Κοινότητα f | |||
κοινότης m | |||
οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα f; βιοκοινωνία f; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών | |||
κοινότητα f | |||
| |||
Κοινότητα f (A site template that is designed to create an online community where people come together to share ideas or get answers to their questions) | |||
English thesaurus | |||
| |||
European Community (raf) | |||
| |||
com |
Community : 2331 phrases in 69 subjects |