[kə'mɪʃ(ə)n] n This HTML5 player is not supported by your browser
gen.
επιτροπή της Επιτροπής των Περιφερειών ; αναθέτω παραγγελία ; επιτροπή
commun.
αναλογούν μερίδιο κατά δέμα
law
θητεία ; εντολή
transp.
προμήθεια m
gen.
Επιτροπή της Αφρικανικής Ένωσης
obs., polit.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
polit.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
gen.
προμήθειες m ; προμήθειες δοθείσες
market., fin.
προμήθειες ληφθείσες
earth.sc., mech.eng.
προετοιμασία για την λειτουργία
insur.
ευθύνη για τη θέση σε λειτουργία του έργου
mater.sc., mech.eng.
δοκιμαστική λειτουργία
nucl.phys.
θέση σε λειτουργία
English thesaurus
abbr.
commish
abbr., sport.
com
law, abbr.
commn.
mil., abbr.
cmn ; cmsn ; comm ; commn ; comsn
abbr., insur.
Com m
abbr., rus.usg.
comission (coMission -- распространенное неправильное написание слова coMMission. перейдите по ссылке, чтобы увидеть переводы слова commission и фраз с ним. SirReal )