command control abbr. | |
commun. | έλεγχος με σήματα εντολών |
block abbr. | |
gen. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
construct. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
fin. lab.law. | δεσμεύω |
industr. construct. met. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks abbr. | |
gen. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
| |||
έλεγχος με σήματα εντολών | |||
English thesaurus | |||
| |||
C&C; C2 |
Command Control : 30 phrases in 7 subjects |
Communications | 2 |
Electronics | 1 |
General | 14 |
Information technology | 6 |
Microsoft | 2 |
Technology | 2 |
Transport | 3 |