code of liberalization | |
econ. | κώδικας ελευθερώσεως |
of | |
gen. | από |
trade | |
gen. | εμπορεύομαι |
environ. | εμπόριο; εμπορική δραστηριότητα; επάγγελμα; επιτήδευμα; εμπόριο |
fin. | συναλλαγή; διαπραγμάτευση |
law account. environ. | διαμεσολαβητικό εμπόριο; εμπόριο |
| |||
κώδικας ελευθερώσεως |
Code of Liberalization : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |