channeling | |
industr. construct. | αυλάκωση |
transp. met. | δημιουργία ανεπιθύμητων διόδων μέσα από το φορτίο της υψικαμίνου |
channelling | |
el. | προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού; διαυλοποίηση; διαυλοποίηση τρανζίστορ |
environ. | καταμερισμός σε διαύλους; διοχέτευση; καταμερισμός σε διαύλους/διοχέτευση |
healthy | |
gen. | υγιές |
innovative | |
gen. | καινοτόμα; καινοτόμο; καινοτόμος |
learn | |
gen. | μαθαίνω |
learning | |
gen. | μάθηση |
econ. | απόκτηση γνώσεων |
development | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
| |||
προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού; διαυλοποίηση f; διαυλοποίηση τρανζίστορ | |||
καταμερισμός σε διαύλους/διοχέτευση | |||
αυλάκωση f | |||
| |||
καταμερισμός σε διαύλους; διοχέτευση f | |||
| |||
διαύλωση | |||
διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού | |||
αυλάκωση | |||
δημιουργία ανεπιθύμητων διόδων μέσα από το φορτίο της υψικαμίνου |
Channeling : 16 phrases in 6 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 6 |
Environment | 2 |
Industry | 2 |
Life sciences | 1 |
Metallurgy | 1 |