DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

noun | verb | to phrases

channelling

n
el. προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού; διαυλοποίηση f; διαυλοποίηση τρανζίστορ
environ. καταμερισμός σε διαύλους/διοχέτευση
transp., chem. αυλάκωση f
channelling Any system of distribution canals or conduits for water, gas, electricity, or steam n
environ. καταμερισμός σε διαύλους; διοχέτευση f
channeling ['tʃænlɪŋ] v
chem., el. διαύλωση
el. διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού
industr., construct. αυλάκωση
transp., met. δημιουργία ανεπιθύμητων διόδων μέσα από το φορτίο της υψικαμίνου
Channeling
: 16 phrases in 6 subjects
Communications4
Electronics6
Environment2
Industry2
Life sciences1
Metallurgy1

Add | Report an error | Get short URL