central | |
gen. | κεντρική; κεντρικό |
rates | |
fin. | δημοτική φορολογία επί ακινήτων |
rating | |
comp., MS | αξιολόγηση; χαρακτηρισμός |
fin. | αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας; βαθμός από άποψη φερεγγυότητας; διαβάθμιση από άποψη φερεγγυότητας |
law transp. | προσόν |
transp. | ικανότητα |
ratings | |
social.sc. transp. mater.sc. | ονομαστικές επιδόσεις |
repository | |
comp., MS | αποθετήριο δεδομένων |
environ. | Χώρος εναπόθεσης/αποθήκη |
environ. el. | για εναπόθεση |
| |||
κεντρική; κεντρικό | |||
κεντρικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
cen; cent | |||
ctl; ctr | |||
| |||
Cochrane Central Register Of Controlled Trials |
Central : 902 phrases in 57 subjects |