central | |
gen. | κεντρική; κεντρικό |
Computer | |
comp., MS | Υπολογιστής |
computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
IT | υπολογιστής; ηλεχτρονικός υπολογιστής |
IT tech. | υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος |
| |||
κεντρική; κεντρικό | |||
κεντρικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
cen; cent | |||
ctl; ctr | |||
| |||
Cochrane Central Register Of Controlled Trials |
Central : 896 phrases in 57 subjects |