caching | |
comp., MS | προσωρινή αποθήκευση |
exchange | |
gen. | ανταλλάσσω |
commun. | τηλεφωνικό κέντρο |
mode | |
commun. | μέθοδος; μέθοδος λειτουργίας |
comp., MS | λειτουργία; λειτουργία |
el. | ρυθμός διάδοσης; ρυθμός |
math. | κορυφή |
stat. | επικρατούσα τιμή; τύπος |
stat. transp. | είδος συγκοινωνίας |
| |||
προσωρινή αποθήκευση (The process of temporarily storing recently accessed information in a special memory subsystem for quicker access) | |||
αποθήκευση σε κρυφή μνήμη; ρευστοποίηση; συνάρτηση υπενθύμισης |
Cached : 6 phrases in 1 subject |
Microsoft | 6 |