bootstrap abbr. | |
IT | αυτοδιατηρούμενη λειτουργία; πρόγραμμα φόρτωσης εκκινητήρα; φορτωτής εκκινητήρα; εκκινητήρας |
mater.sc. | αυτοσυντηρούμενο σύστημα; σύστημα με αυτοτροφοδότηση |
initialization abbr. | |
comp., MS | προετοιμασία |
switch abbr. | |
commun. el. | διακόπτω |
comp., MS | εναλλαγή |
el. | διακόπτης |
IT | παράμετρος διακλάδωσης |
mun.plan. | κοτσίδα; πλεξίδα |
nat.sc. agric. | θύσανος; φούντα |
transp. tech. construct. | ψαλίδι σιδηροδρομικής γραμμής |
switching abbr. | |
commun. | μεταγωγή |
| |||
αυτοδιατηρούμενη λειτουργία; πρόγραμμα φόρτωσης εκκινητήρα; φορτωτής εκκινητήρα; εκκινητήρας | |||
αυτοσυντηρούμενο σύστημα; σύστημα με αυτοτροφοδότηση | |||
αρχικό πρόγραμμα εκκίνησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
self-fund (Smartie) |
Bootstrap : 3 phrases in 1 subject |
Mathematics | 3 |