best practice | |
commun. gen. corp.gov. | ορθοπραξία |
comp., MS | βέλτιστη πρακτική |
econ. industr. | βέλτιστη πρακτική |
nat.sc. | καλύτερη πρακτική |
social.sc. | καλή πρακτική |
best practices | |
gen. | δοκιμασμένες πρακτικές |
guide | |
gen. | καθοδηγώ |
comp., MS | οδηγός |
construct. | οδηγός ευθυγραμμίσεως |
industr. construct. | νηματοδηγός |
mech.eng. | οδήγηση; πέλμα οδήγησης |
med. | αυλακωτή μύλη; οδηγός μύλη |
| |||
ορθοπραξία | |||
βέλτιστη πρακτική (A practice recognized and advocated as an effective or efficient means of achieving desired objectives) | |||
βέλτιστη πρακτική | |||
καλύτερη πρακτική | |||
καλή πρακτική | |||
| |||
δοκιμασμένες πρακτικές | |||
βέλτιστη πρακτική |
Best Practice : 16 phrases in 7 subjects |
Communications | 3 |
Economics | 3 |
Environment | 2 |
Finances | 2 |
General | 4 |
Marketing | 1 |
Pharmacy and pharmacology | 1 |