Bayesian inference abbr. | |
IT | λογική του Bayes; νόμος του Bayes |
stat. | συμπερασματολογία κατά Bayes |
sampling abbr. | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
λογική του Bayes; νόμος του Bayes | |||
συμπερασματολογία κατά Bayes | |||
Μπεϋζιανή συμπερασματολογία |
Bayesian inference : 2 phrases in 1 subject |
Statistics | 2 |