batch | |
commun. | μερίδα; μερίδα |
comp., MS | δέσμη |
construct. | ανάμιγμα |
industr. construct. met. | μίγμα |
IT | δεσμίδα |
med. | προσθήκη; φόρτιση |
met. | παρτίδα |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
μερίδα f; μερίδα παραγωγής | |||
δέσμη (A set of requests or transactions that have been grouped together) | |||
ανάμιγμα | |||
μίγμα f | |||
δεσμίδα f | |||
προσθήκη; φόρτιση | |||
παρτίδα f | |||
μηχανή τυλίγματος; ρόλο m | |||
| |||
δοσολογία σκυροδέματος; σύνθεση σκυροδέματος | |||
στίβαγμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
block allocated transfer channel |
Batch : 201 phrase in 23 subjects |