dollar | |
gen. | δολάριο |
fin. econ. | δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών; αμερικανικό δολάριο; δολάριο ΗΠΑ |
-ISO code | |
econ. tech. | κορόνα Σλοβακίας; σλοβακική κορόνα; αρμενικό δράμι; δράμι Αρμενίας; τέγκε Καζακστάν |
Bahamian : 2 phrases in 1 subject |
Economics | 2 |