Advisory Committee | |
gen. | Συμβουλευτική Επιτροπή |
advisory committee | |
gen. | συμβουλευτική επιτροπή; Συμβούλιο |
econ. | συμβουλευτική επιτροπή |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
train | |
gen. | τρένο; εκπαιδεύω; εξασκώ; προπονώ |
training | |
agric. | μόρφωση πρέμνων; σχηματισμός πρέμνων |
comp., MS | εκπαίδευση |
ed. empl. | κατάρτιση |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
field | |
agric. | χωράφι; αγρός παραγωγής; τμήμα γης; εξοπλισμός που χρησιμοποιείται στους αγρούς |
commun. | πεδίο μορφοτύπου; πλαίσιο |
comp., MS | πεδίο |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
med. | πεδίο |
of | |
gen. | από |
architecture | |
econ. | αρχιτεκτονική |
| |||
συμβουλευτική επιτροπή | |||
Συμβουλευτική επιτροπή συγκεντρώσεων | |||
| |||
Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μεσοπροθέσμων Μετεωρολογικών Προγνώσεων" | |||
| |||
συμβουλευτική επιτροπή (ΕΕ) | |||
| |||
Συμβουλευτική Επιτροπή του Τεχνικού Κέντρου Αγροτικής και Γεωργικής Συνεργασίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
AC (Sakhalin Energy) |
Advisory Committee : 381 phrases in 40 subjects |