![]() |
advanced technology | |
gen. | προηγμένη τεχνολογία; τεχνολογία αιχμής |
launcher | |
gen. | υπόβαθρο εξαπόλυσης; εκτοξευτής; υπόβαθρο εκτόξευσης |
astronaut. transp. | όχημα εκτόξευσης; εκτοξευτήρας |
| |||
προηγμένη τεχνολογία; τεχνολογία αιχμής | |||
προχωρημένη τεχνολογία | |||
English thesaurus | |||
| |||
AT | |||
AT (IBM, PC) |
Advanced Technology : 3 phrases in 3 subjects |
General | 1 | Information technology | 1 | Medical | 1 |