advance | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
Simple | |
comp., MS | Απλή |
simple | |
gen. | απλή; απλό |
Profile | |
comp., MS | Προφίλ |
profile | |
commun. IT | λειτουργικό πρότυπο; λειτουργική κατατομή |
comp., MS | προφίλ |
earth.sc. | κατατομή; πλάγια όψη |
industr. construct. | σκάλισμα |
industr. construct. chem. | διατομή διάταξης σκευών στο καμίνι; προφίλ |
life.sc. | υδρογράφημα ή καμπύλη ύψους υδρορροής |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
Advanced : 251 phrases in 34 subjects |