machine | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
English thesaurus | |||
| |||
Advanced reduced instruction set computing |
Advanced : 248 phrases in 34 subjects |