advance abbr. | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced abbr. | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
metering abbr. | |
tech. el. | μέτρηση |
infrastructure abbr. | |
construct. | επακόλουθα έργα υποδομής; πρόσθετα έργα υποδομής; υποδομή; υπολειπόμενα έργα υποδομής |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
Advanced : 251 phrases in 34 subjects |